- κλειδοστομιάζω
- κλείνω σφιχτά το στόμα μου, σωπαίνω από έκπληξη ή από φόβο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + στομιάζω (< στόμα), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλειδοστομιάζω — ιασα, κλείνω το στόμα μου, σιωπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek
κλειδοστόμιασμα — το [κλειδοστομιάζω] το να κλείνει κάποιος σφιχτά το στόμα του και να μην λέει τίποτε, η επίμονη σιωπή … Dictionary of Greek